βλητική

βλητική
Κλάδος της εφαρμοσμένης φυσικής που μελετά την εκτόξευση και την κίνηση των σωμάτων στον χώρο, καθώς και τα αποτελέσματα της εισχώρησης και της έκρηξής τους στον στόχο. Τα σώματα αυτά μπορεί να είναι βλήματα πυροβόλων όπλων, βόμβες αεροσκαφών και βαλλιστικά βλήματα. Η β. διαιρείται γενικά σε δύο κύριους κλάδους: την εσωτερική β. και την εξωτερική β. Μια μεταγενέστερη υποδιαίρεση είναι και η τερματική β., που εξετάζει τα φαινόμενα κατά την πρόσκρουση του βλήματος στον στόχο. Η εσωτερική β. μελετά τη φάση της αρχικής ώθησης του βλήματος που επιτελείται μέσα στον σωλήνα ενός πυροβόλου ή σε ένα βαλλιστικό βλήμα, από την εκτόνωση των προωθητικών αερίων του προωθητικού μείγματος. Στον υπολογισμό της γόμωσης των πυροβόλων όπλων γενικά (που είναι αντικείμενο της εσωτερικής β.) μετριέται κυρίως η ισχύς των πυριτίδων, η κατανομή της πίεσης στο κοίλο του πυροβόλου και οι επιταχύνσεις στις οποίες πρέπει να υποβληθεί το βλήμα μέσα στο κοίλο, ώστε κατά την έξοδό του να έχει αποκτήσει την απαιτούμενη ταχύτητα. Στην περίπτωση των αυτοπροωθούμενων βλημάτων, η μελέτη της ώσης γίνεται με βάση τους νόμους της δυναμικής των ρευστών, η οποία εφαρμόζεται στο ρεύμα των αερίων, όταν εξέρχεται από το ακροφύσιο και προκαλεί, με αντίδραση, την κίνηση της συσκευής. Η εξωτερική β. μελετά την ελεύθερη κίνηση των βλημάτων και των βομβών, όπως επίσης και την ελεγχόμενη κίνηση των βαλλιστικών βλημάτων, με σκοπό να προμηθεύσει για τα διάφορα βεληνεκή και τις γωνίες ύψωσης τα κατάλληλα αριθμητικά δεδομένα και τον αναγκαίο έλεγχο για την επίτευξη του στόχου. Εκτός από τη δύναμη της βαρύτητας και την αντίσταση που προβάλλει ο αέρας στη συσκευή, τα αριθμητικά δεδομένα για την εκτόξευση βλημάτων και τη ρίψη βομβών, όπως και για τον έλεγχο των βαλλιστικών βλημάτων, εξαρτώνται και από τις εκτροπές που προκαλούνται από τον άνεμο, την κίνηση των στόχων, τη διεύθυνση πτήσης, την περιστροφή του εκτοξευμένου σώματος και από τις κινήσεις των θέσεων βολής, εφόσον αυτή δεν είναι σταθερή. Σε μεγάλα βεληνεκή και μεγάλες γωνίες ύψωσης έχουν αισθητή επίδραση και άλλοι παράγοντες, όπως η καμπυλότητα και η περιστροφή της Γης. Η εξωτερική β. υπολογίζει τα αριθμητικά δεδομένα για ορισμένες τυπικές περιπτώσεις, τα οποία συγκεντρώνονται στους πίνακες βολής και χρησιμοποιούνται στα όργανα σκόπευσης, είτε με σύνθετους υπολογισμούς, που ξεκινούν από απλοποιημένες υποθέσεις και ακολούθως λαμβάνουν υπόψη τα διάφορα στοιχεία που διαταράσσουν την τροχιά, είτε με πειραματικές επαληθεύσεις στα πεδία βολής. Η τερματική β. εξετάζει τα αποτελέσματα της έκρηξης του βλήματος, της βόμβας ή του πυραύλου στον στόχο. Ενώ με τις κλασικές εκρηκτικές γομώσεις τα αποτελέσματα εξαρτώνται κυρίως από το εκρηκτικό κύμα και τη διασπορά θραυσμάτων του σώματος που εκτοξεύεται, όταν χρησιμοποιούνται ατομικές γομώσεις εμφανίζονται επίσης έντονες θερμικές και πυρηνικές ακτινοβολίες. Όσο για τη στιγμή της έκρηξης, αυτή μπορεί να γίνει κατά την κρούση ή μετά τη διάτρηση του περιβλήματος του στόχου, οπότε χρησιμοποιούνται πυροσωλήνες και μηχανισμοί επιβράδυνσης. Εξωτερική βλητική: κίνηση ενός βλήματος. Παριστάνονται η αρχική διεύθυνση της κίνησης (OV), η παραβολή την οποία θα διέγραφε ένα βλήμα στο κενό κάτω από την επίδραση μόνο της βαρύτητας και η τροχιά που διαγράφει λόγω της βαρύτητας και της αντίστασης του αέρα. Η πτώση του βλήματος που οφείλεται στη βαρύτητα π.χ. μετά τον χρόνο t μετριέται από το At A’t.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πυροβόλο — Βλητική μηχανή μήκους 22 διαμετρημάτων, κατάλληλη να προσδίδει υψηλές αρχικές ταχύτητες στα βλήματα, τα οποία μπορούν να φτάσουν μεγάλα βεληνεκή με ευθυτενείς τροχιές. Τα π. εναντίον γηίνων και ναυτικών στόχων σκοπεύουν γενικά σε μικρές γωνίες… …   Dictionary of Greek

  • βαλλιστικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στον βαλλισμό 2. ο σχετικός με τη βαλλιστική, τη βλητική 3. το θηλ. ως ουσ. βαλλιστική, η η βλητική, η επιστήμη που μελετά την προώθηση, πτήση και πρόσκρουση των βλημάτων 4. φρ. α) «βαλλιστικά όπλα» όπλα των οποίων η… …   Dictionary of Greek

  • βλητικός — ή, ό (Α βλητικός, ή, όν) [βλητός] νεοελλ. 1. ο κατάλληλος για βολή 2. το θηλ. ως ουσ. η βλητική σύγχρονη επιστήμη που ασχολείται με τους νόμους κίνησης των βλημάτων, ιδίως αυτών που βάλλονται από πυροβόλα όπλα αρχ. (για ζώα) αυτός που έχει την… …   Dictionary of Greek

  • βολή — Το σύνολο των αναγκαίων υπολογισμών και χειρισμών για να εκτελεστεί η σκόπευση και η εκπυρσοκρότηση των πυροβόλων όπλων, έτσι ώστε τα βλήματα να πετύχουν τον στόχο. Ανάλογα με τη θέση του όπλου και του στόχου έχουμε διάφορα είδη β. (π.χ. β.… …   Dictionary of Greek

  • ενετήρας — ο (Α ἐνετήρ) [ενίημι] νεοελλ. δοχείο λαδιού με μακρύ ράμφος για λίπανση μηχανής, λαδωτήρι αρχ. 1. ο σωλήνας τού κλυστηριού*, κλυστήρας* 2. βλητική πολιορκητική μηχανή …   Dictionary of Greek

  • πιθανότητα — Η θεωρία των πιθανοτήτων είναι ένας αρκετά νέος, σχετικά, κλάδος των μαθηματικών, του οποίου η συμβολή και η σημασία του για τις φυσικές και κοινωνικές επιστήμες, τη βιολογία, τη βλητική, καθώς και για την αντιμετώπιση προβλημάτων στη βιομηχανία… …   Dictionary of Greek

  • πύραυλος — (ή ενδοαντιδραστήρας). Ο απλούστερος και ο αρχαιότερος προωθητικός κινητήρας με αντίδρασητ. Ένας προωθητικός κινητήρας με πυραύλους παρέχει μια ώθηση σε συνάρτηση με την εκτόξευση των προϊόντων της καύσης του προωθητικού μείγματος· τα προϊόντα… …   Dictionary of Greek

  • εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία …   Dictionary of Greek

  • θωρηκτό — Μεγάλο πολεμικό πλοίο εφοδιασμένο με τη μέγιστη επιθετική βλητική ικανότητα και τη μεγαλύτερη δυνατή αμυντική προστασία, η οποία εξασφαλίζεται από κάθετες (θωρηκτή ζώνη) και από οριζόντιες (θωρηκτό κατάστρωμα) θωρακίσεις. Ακόμα και οι… …   Dictionary of Greek

  • βλητικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με τη βολή ή είναι κατάλληλος γι’ αυτήν: Οι βλητικοί σωλήνες των πυροβόλων όπλων χρειάζονται προσεχτική συντήρηση. 2. το θηλ. ως ουσ., βλητική η επιστήμη που εξετάζει τους νόμους της κίνησης των βαρέων σωμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”